- σπαρτοῦ
- σπαρτόςsownmasc/neut gen sgσπαρτόςsownmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σπαρτοῦ — Σπαρτός sown masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπάρτου — σπάρτον rope neut gen sg σπάρτος masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Kozani — Gemeinde Kozani Δήμος Κοζάνης (Κοζάνη) … Deutsch Wikipedia
αγριολόγημα — το [αγριολογώ (ΙΙ)] το βοτάνισμα τής αγριάδας, το καθάρισμα τού αγρού μετά το όργωμα ή μετά την αύξηση τού σπαρτού … Dictionary of Greek
δεματικό — το (Μ δεματικόν) [δέμα] σκοινί, ταινία ή λεπτός κορμός σπάρτου, βρίζας κ.λπ. με τα οποία δένουμε κάτι νεοελλ. δέσμη, δεμάτι κηπευτικού χόρτου («δύο δεματικά μαϊντανό») … Dictionary of Greek
μεταξοσκώληκας — Κοινή ονομασία της προνύμφης του λεπιδόπτερου εντόμου Bombyx ή Sericaria mori, της οικογένειας των βομβυκιδών, η οποία παράγει το μετάξι. Ο μ. έχει επίμηκες σώμα και τρέφεται αποκλειστικά με φυτά μουριάς. Η προνύμφη αυτή υφίσταται τέσσερις… … Dictionary of Greek
παρωνυμώ — έω, ΜΑ [παρώνυμος] μσν. 1. αποκαλώ κάποιον ή κάτι χρησιμοποιώντας παράγωγο όνομα 2. ετυμολογώ («Σπάρτης παρωνυμουμένης ἀπὸ φυτοῡ σπάρτου», Ευστ.) αρχ. 1. έχω σημασία όμοια με κάτι άλλο 2. έχω όνομα αντίστοιχο προς κάτι άλλο … Dictionary of Greek
πλοκόρ(ρ)αβδος — η, Ν βλαστός, κλαδί κατάλληλο για την καλαθοπλεκτική, όπως είναι οι μονοετείς ή διετείς βλαστοί λυγαριάς, σπάρτου κ.ά. φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλοκή + ράβδος] … Dictionary of Greek
σπάρτο — (spartium). Θάμνος της οικογένειας των Λεγκουμινωδών ή χεδρωπών (δικοτυλήδονα), πάρα πολύ κοινός στην Ελλάδα, σε εδάφη ξηρά, ασβεστούχα ή πετρώδη. Επιστημονική ονομασία: σπάρτιο το βρουλόμορφο. Έχει βλαστούς βρουλόμορφους, πράσινους, που μαζί με… … Dictionary of Greek
σπαρτολούλουδο — το, Ν το άνθος τού σπάρτου … Dictionary of Greek